- επιλαρχία
- ηυποδιαίρεση συντάγματος ιππικού ή θωρακισμένων αντίστοιχη προς τάγμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐπιλαρχία — ἐπιλαρχίᾱ , ἐπιλαρχία double fem nom/voc/acc dual ἐπιλαρχίᾱ , ἐπιλαρχία double fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιλαρχία — η (Α ἐπιλαρχία) [επίλαρχος] νεοελλ. υποδιαίρεση συντάγματος ιππικού αντίστοιχη με τάγμα πεζικού αρχ. στρατιωτική μονάδα τών Μακεδόνων κυρίως, από δύο ίλες (δηλ. εκατόν είκοσι οκτώ ιππείς) … Dictionary of Greek
ἐπιλαρχίας — ἐπιλαρχίᾱς , ἐπιλαρχία double fem acc pl ἐπιλαρχίᾱς , ἐπιλαρχία double fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλαρχίαι — ἐπιλαρχίᾱͅ , ἐπιλαρχία double fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλαρχίαν — ἐπιλαρχίᾱν , ἐπιλαρχία double fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Dimitrios Grapsas — Born 1948 Ypati Allegiance Greece … Wikipedia
ταραντιναρχία — ἡ, ΜΑ [ταραντίναρχος] λόχος ιππέων από 256 άντρες, διπλή επιλαρχία … Dictionary of Greek